Λίγα λόγια από το Δήμαρχο Βόρειας Κέρκυρας Γιώργο Μαχειμάρη «εις μνήμην» του ποιητή (Λαυρέντιου) Λορέντζου Μαβίλη . - Δήμος Βόρειας Κέρκυρας

109 χρόνια έχουν περάσει  (28 Νοεμβρίου 1912) από τότε που γράφτηκε ο ηρωικός επίλογος στη ζωής ενός ανθρώπου του πνεύματος που πολέμησε για την απελευθέρωση του Έθνους, του ποιητή μας  (Λαυρέντιου) Λορέντζου Μαβίλη. Οι ιστορικοί αναφέρουν πως, σφαίρες έπεφταν «σαν χαλάζι εκείνη μέρα» του Νοεμβρίου στο Δρίσκο, εκεί όπου υπηρέτησε, κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, επικεφαλής λόχου γαριβαλδινών εθελοντών, υπό τον ζακυνθινό κόμητα Αλέξανδρο Ρώμα.

«Επερίμενα πολλές τιμές, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου», είναι τα λόγια που ψέλλισε λίγο πριν ξεψυχήσει, για να περάσει στην αιωνιότητα και στην ιστορική μνήμη, ο Λορέντζος Μαβίλης.

Το κείμενο που ακολουθεί παρατίθεται ως ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη του ποιητή, του εξαίρετου καλλιεργητή του σονέτου, του ανθρώπου που αποτελεί την επιτομή της συνέπειας λόγων και πράξεων. Είναι ο άνθρωπος του πνεύματος, ο πολιτικός παλιάς κοπής, ο πολεμιστής στο πεδίο της μάχης, ο άνθρωπος ο οποίος με την ίδια ευκολία πιάνει την γραφίδα και το όπλο και τρέχει εκεί όπου εκείνος θεωρεί πως η Ελλάς τον χρειάζεται, είναι ο ταπεινός εργάτης της τέχνης του, ο οποίος δεν μένει στα κενά λόγια και τις μεγαλοστομίες, αλλά υπογράφει δια ολάκερου του πολυτάραχου βίου του, την αγάπη για αυτά  τα χώματα.

Επέδειξε «ευδόκιμον αλκή» στα πεδία των μαχών…, μετέφερε τις πανανθρώπινες αξίες και την κοσμοθεωρία του στο δημόσιο βίο όχι μόνο μέσα από το έργο του αλλά και από τη στάση ζωής του, την ενεργό συμμετοχή στα μικρά και τα μεγάλα καταδεικνύοντας μια συνέπεια λόγων και έργων. Οι πράξεις της ζωής του αποδεικνύουν ότι ο σκεπτόμενος άνθρωπος, ο ποιητής δεν ζει σ’ ένα γυάλινο κόσμο απομονωμένος στο εγώ του αλλά διαθέτει μια υψηλή συνείδηση του χρέους απέναντι στην κοινωνία και στην Τέχνη. Την ξεχωριστή θέση του ανάμεσα στους ανθρώπους των Γραμμάτων την οφείλει κυρίως στην μετριοφροσύνη, εκείνη που τον έκανε να σημειώνει στα σονέτα που έστελνε στον Κωστή Παλαμά « Για το συρτάρι σου». Πρυτάνευε η λογική και η συνέπεια και άφηνε να φανεί αυτό που ήταν, χωρίς να κομπάζει.

Η πατριωτική δράση του Λορέντζου Μαβίλη, ξεκίνησε το 1896, όταν μαζί με τον φίλο και συμπατριώτη  Κωνσταντίνο Θεοτόκη πήραν μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης. Το 1897, πήρε μέρος επικεφαλής Κερκυραίων εθελοντών σε μάχες στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε. Μετά από πιέσεις φίλων του, έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές του 1910 και εκλέχτηκε βουλευτής στην Πρώτη Αναθεωρητική Βουλή με το κόμμα των Φιλελευθέρων. ..

Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Τον Μαβίλη δεν τον απασχολεί το ότι είναι αρκετά μεγάλος πια για να πολεμήσει.. Λυπάται που δεν δύναται οικονομικά να προσφέρει στον αγώνα. ΄Ό,τι είχε το είχε προσφέρει στην Κρητική Επανάσταση το 1896 και στον πόλεμο του 1897.Ο,τι του απόμενε πια ήταν ο εαυτός του έγραφε στον φίλο του τον Θεοτόκη. « Όταν σημάνει η σάλπιγγα, θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας ΄Ηπειρος ». Κατατάσσεται ως εθελοντής στο Σώμα των Γαριβαλδινών, το οποίο διοικούσε ο ζακυνθινός κόμης Αλέξανδρος Ρώμας.

Εκεί στο Δρίσκο μαχόμενος σκληρά επί δύο ημέρες τραυματίζεται θανάσιμα στις 28 Νοεμβρίου 1912. Ο Αλέξανδρος Ρώμας , τραυματισμένος και αυτός επίσης , του ψιθύρισε « αγαθή η μοίρα σου, λοχαγέ Μαβίλη». Ξεψύχησε στα χέρια του Κεφαλλονίτη (από παλιά γαλλική οικογένεια) Φωκίωνα Ρωκ. (Ο 21χρονος τότε Ρωκ (1891-1945), είκοσι χρόνια περίπου αργότερα, καταξιωμένος γλύπτης πλέον, φιλοτέχνησε το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αθήνα…) Η Ελλάδα, με υπερηφάνεια, στο δικό της βιβλίο της αιωνιότητας και στη σελίδα των Εθνικών Ηρώων γράφει: «Λορέντζος Μαβίλης, 52 χρονών. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος για τα ανθρώπινα ιδεώδη στις 28 Νοεμβρίου 1912 πάνω στο Δρίσκο, βουνό της θρυλικής Ηπείρου». Το μεγαλείο της θυσίας του, υποθήκη παραδειγματισμού για τις επερχόμενες γενιές…. Εν δε φάει και όλεσσον  (Θανάτωσέ μας, μα στο φως!)  … Όμοιος ο Αίαντας, μορφή του Ολύμπου, αντίκρισε τη Μοίρα… μαζί Σοφός, ποιητής και Παλικάρι ( Άγγελος Σικελιανός).

Ο Μαβίλης ήταν φανατικός δημοτικιστής. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στην προοδευτική επτανησιακή κοινωνία, αλλά και τον θαυμασμό του στον Δ. Σολωμό και την πνευματική συναναστροφή του με τους λόγιους Ιάκωβο Πολυλά, Νικόλαο Κονεμένο, Γεώργιο Καλοσγούρο, Νικόλαο Κογεβίνα, Ανδρέα Κεφαλληνό και Γεράσιμο Μαρκορά.

Μνημειώδης ήταν  ο λόγος του στη Βουλή, στις 26 Φεβρουαρίου 1911, ως βουλευτής Κέρκυρας. Υπερασπιζόμενος τη δημοτική γλώσσα, είπε: “ Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν”.

 Η λάμψη της ακτινοβολίας του Λορέντζου Μαβίλη, με την τελειότητα συγκρότησης του χαρακτήρα του, με το πνευματικό του έργο και με το μεγαλείο της θυσίας του, έχουν τη δική του καθοριστική συμβολή στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει η χώρα των ευγενών αγώνων για τα Ανθρώπινα Ιδεώδη χωρίς υπολογισμούς θυσιών.

Ας μου επιτραπεί όμως, να μνημονεύσω- ως ελάχιστο φόρο τιμής –  ένα παρόμοιο γεγονός με διαφορά ολίγων ημερών … λιγότερο γνωστό … Λίγες μέρες μετά το θάνατο του σπουδαίου Έλληνα κι ένας σπουδαίος Κύπριος  ο Χριστόδουλος Σώζος ,Δήμαρχος Λεμεσού εν ενεργεία , έδωσε τη ζωή του για την Ήπειρο και την Ελλάδα.

Ο Σώζος, βουλευτής για δύο θητείες (1901-1911) και Δήμαρχος Λεμεσού από το 1908, κατατάχθηκε εθελοντικά στον ελληνικό στρατό τον Οκτώβριο του 1912, σε ηλικία 40 ετών. Μαζί με τον Ευάγγελο Χατζηιωάννου, βουλευτή Λάρνακας – Αμμοχώστου, ζήτησαν από τον πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών, Ελευθέριο Βενιζέλο, να τους στείλει σε μάχιμη μονάδα. Τοποθετήθηκαν στο 1ο τάγμα του 2ου Συντάγματος Πεζικού της 2ας Μεραρχίας και έφτασαν στη Θεσσαλονίκη στις 31 Οκτωβρίου 1912, λίγες μέρες ύστερα από την απελευθέρωση της πόλης. Μετά από νέο αίτημά τους, ακολούθησαν τη μονάδα τους που στάλθηκε στην Ήπειρο. Πήραν το βάπτισμα του πυρός στην αποτυχημένη απόβαση στους Αγίους Σαράντα και μέσω Κέρκυρας έφτασαν στο Μπιζάνι στις 2 Δεκεμβρίου 1912. Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 6 Δεκεμβρίου 1912, στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας του χωριού Μανωλιάσα (ορεινό χωριό, χτισμένο σε υψόμετρο 820 μ. , στις πλαγιές του όρους Τόμαρος), σε μια πολύνεκρη μάχη, ο Σώζος σκοτώθηκε, ενώ ο Χατζηιωάννου τραυματίστηκε σοβαρά. Το σώμα του Λεμεσιανού ήρωα δεν βρέθηκε ποτέ και ο τάφος του παραμένει άγνωστος. Έτσι έγινε ο πρώτος και μοναδικός Δήμαρχος Κύπρου, που σκοτώθηκε σε μάχη, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης.

Ο Χριστόδουλος Σώζος ήταν, μαζί με τον Λορέντζο Μαβίλη, οι πιο «επώνυμοι» Έλληνες μη στρατιωτικοί πεσόντες των Βαλκανικών πολέμων.

Back to top