ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΒΟΡΕΙΑΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΧΕΙΜΑΡΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ - Δήμος Βόρειας Κέρκυρας

 

Βρισκόμαστε εκεί που το Φθινόπωρο μας αποχαιρετά, με το Νοέμβρη μήνα του , με μια γιορτή αλλιώτικη απ’ τις άλλες …με τη  νεολαία μας  να σφραγίζει μια για πάντα με τη δυναμική και την παρακαταθήκη της τη νεότερη ιστορία μας στις 17 Νοέμβρη 1973.

Θέλησα  μια χαμηλόφωνη απότιση φόρου τιμής στο Πολυτεχνείο, στην πολύτροπη συναισθηματική του αξία,στους γνωστούς και άγνωστους ήρωες του, κείνους που “οξειδώθηκαν μες τη νοτιά των ανθρώπων” «για να σηκωθούμε εμεις λίγο ψηλότερα». Με δεδομένο δε ότι οι μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις αφήνουν το αποτύπωμά τους στην Ιστορία και την Τέχνη, η οποία με την σειρά της γίνεται κοινωνός ιδεών και φορέας της συλλογικής μνήμης,  θέλησα να  δω τα γεγονότα κάπως διαφορετικά, μέσα από τις ποιητικές δημιουργίες ανθρώπων απλών όσο και καταξιωμένων, που εμπνεύστηκαν από τα ιδανικά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, κι από τρεις απλές  μα τόσο πολύτιμες λέξεις…Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία.

Όσα χρόνια και αν περάσουν, οι στίχοι θα μένουν χαραγμένοι στο μυαλό και στη μνήμη, στις συνειδήσεις και τις καρδιές… Το τρέμουλο της φωνής στο «Εδώ Πολυτεχνείο», η λαϊκή συμπαράσταση, οι πρώτοι νεκροί…

Το βράδυ λοιπόν της 16ης προς την 17η Νοεμβρίου του 1973 ο φόβος βγήκε στους δρόμους της Αθήνας …με τη μορφή των στρατιωτικών τανκς  να κατεβαίνουν την οδό Πατησίων για να εκφοβίσουν  εκείνους που είχαν κλεισθεί στο Πολυτεχνείο. Βλέπεις η απειλή του φόβου είναι χαρακτηριστικό των δικτατορικών καθεστώτων …Αλλά ο μεγαλύτερος φόβος είναι ο ίδιος ο φόβος του φόβου.

Στις τρεις το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973 το τανκ ετοιμάζεται να ρίξει την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Οι φοιτητές πίσω από την πύλη απλώνουν τα χέρια προς τους ένοπλους και φωνάζουν “είμαστε άοπλοι“. Ποιοι φοβούνται εκείνη τη στιγμή; Οι ένοπλοι στρατιώτες ή οι άοπλοι του Πολυτεχνείου; Σε λίγο το τανκ θα ρίξει την πύλη… Θυμήθηκα λοιπόν «την ανάκριση» του Τίτου Πατρίκου.

«Εκείνος που μ’ ανέκρινε ήξερε πως φοβόμουν μα δεν του αρκούσε… ήθελε να με κάνει

κι άλλο να φοβηθώ, αυτό ήταν το λάθος του… γιατί είχα φτάσει πια εκεί που τελειώνει ο φόβος.Δεν του απάντησα σε τίποτα, έχει κι ο φόβος τα όριά του , όμως αυτό δεν το ήξερε όπως δεν το ήξερα κι εγώ, αργότερα το κατάλαβα, πόσο φοβόταν κι εκείνος, όχι μονάχα που τα πράγματα μπορούσαν κάποτε ν’ αλλάξουν αλλά και για τα όσα θά’βρισκε αργά γυρίζοντας στο σπίτι του».(βλ. Τίτος Πατρίκιος, Η αντίσταση των γεγονότων, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2000, σ. 23).

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος (Τάσος Λειβαδίτης)

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο….Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου, έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές…..Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. ..

Στο Διομήδη Κομνηνό (Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου)

«Μεταξύ των φονευθέντων , είναι ο Διομήδης Κομνηνός, ετών 17, με βεβαρυμένον παρελθόν».

Εφημερίδες – άπο επίσημη ανακοίνωση. Βεβαίως, είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.

Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο, δέκα χρονών, ξυπόλυτος, με μια φέτα ψώμι στην τσέπη, βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.Στα δέκα επτά μ’ένα πλακάτ στο χέρι: ψωμί – παιδεία – ελευθερία.

Μανώλης Αναγνωστάκης, Φοβάμαι

Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό».Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. …Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου – Λένα Παππά

Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-

για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου, και συ στο σπιτάκι σου, μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον..Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου, για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…

Η λευτεριά- Μαίρη Τρανάκα

………………………………………………..Τη λευτεριά ο άνθρωπος τη φέρνει μέσα του . Δε μπαίνει το πνεύμα στη φυλακή.Δε σαπίζουν οι ιδέες στα σίδερα. Δεν πιάνεται ο αετός στην αιχμαλωσία, είναι πάντα λεύτερος, έτσι γεννιέται κι έτσι πεθαίνει.

Γιάννης Ρίτσος – 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια. Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων, Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,

Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;

17 Νοεμβρίου…. Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;

Αγαπητοί μου,

Κάθε μέρα που ξημερώνει, από την νύχτα της εξέγερσης των φοιτητών του Πολυτεχνείου μέχρι και το τώρα, είναι ευλογία, γιατί είναι μια μέρα ελεύθερη, μια μέρα ελπίδας.

Οι φοιτητές του ’73 δείχνουν το δρόμο στους νέους του σήμερα. Σε εκείνους που διεκδικούν ισότητα, στις γυναίκες που παλεύουν με την αδικία και τη βία, στους κατατρεγμένους αυτού του πλανήτη που επιζητούν ειρήνη. Η ειρήνη είναι το ζητούμενο που μας ενώνει όλους, όπως και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.Κι οφείλουμε να ταυτιστούμε με τα μηνύματα αυτής της σελίδας της ιστορίας αλλά και να βρισκόμαστε σε παντοτινή εγρήγορση για οποιαδήποτε απειλητική κίνηση απέναντι στο δημοκρατικό μας πολιτεύμα, απέναντι σε όποιας μορφής κρίση.

Σήμερα τιμούμε τη μνήμη όλων των νέων που θυσιάστηκαν για τα μεγάλα και ωραία ιδανικά. Τιμούμε όμως και κάθε νεανική ψυχή που δεν εφησυχάζει και δεν επαναπαύεται, αλλά ονειρεύεται, αντιστέκεται και δημιουργεί ένα μέλλον που να της ανήκει και να της αξίζει.

Σήμερα σιωπούμε ,τιμούμε,σεβόβαστε και αναλογιζόμαστε.

 «Τραβήξανε ψηλά, πολύ ψηλά. / Δύσκολο πια να χαμηλώσουνε» στίχοι του Γιάννη Ρίτσου   από τη συλλογή του «Αγρύπνια» (1941-53)

Back to top